πολυωπέτις

πολυωπέτις
πολυωπέτις, ιδος, Max.584.
II ([etym.] ὤψ) many-eyed,

ποιμένα τοῦ Ἄργου -έστερον Eun.Hist.p.266

D.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πολυωπέτις — many eyed fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυωπέτις — ιδος, ἡ Α (ποιητ. τ. θηλ.) βλ. πολυωπής (Ι) …   Dictionary of Greek

  • πολυωπής — (I) ές, και ποιητ. τ. θηλ. πολυωπέτις, ιδος, Α αυτός που έχει πολλές οπές, πολυωπός* («ἰχθυοβόλον πολυωπές... λίνον», Ανθ. Παλ.]. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού πολυωπός, κατά τα σιγμόληκτα]. (II) ές, Α αυτός που έχει πολλούς οφθαλμούς («ποιμένα τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”